στρυφνόν

στρυφνόν
στρυφνός
sour
masc acc sg
στρυφνός
sour
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πλαδαρός — ή, ό / πλαδαρός, ά, όν, ΝΜΑ (ιδίως για τα σαρκώδη μέλη τού σώματος) χαλαρός, μαλακός, άτονος (α. «πλαδαροί μαστοί» β. «πλαδαραὶ σάρκες», Ιπποκρ.) νεοελλ. 1. (κυρίως για ύφος λόγου) ο στερούμενος εσωτερικής συνοχής και λογικής αλληλουχίας 2.… …   Dictionary of Greek

  • στρυφνός — ή, ό / στρυφνός, ή, όν, ΝΜΑ 1. (κυρίως για χυμό) αυτός που προκαλεί σύσπαση τών μυών τού στόματος λόγω τής δριμείας γεύσης του, στυφός («ὀξέα και δριμέα καὶ στρυφνά», Ξεν.) 2. μτφ. (για πρόσ.) δύστροπος νεοελλ. 1. (κατ επέκτ.) περίπλοκος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”